- αντικολλητό
- τοτεχνολ. σύνθετο φύλλο ξύλου που κατασκευάζεται από τρία ή περισσότερα στρώματα κολλημένα μεταξύ τους, έτσι ώστε οι ίνες των διαδοχικών στρωμάτων να σχηματίζουν μεταξύ τους ορθή γωνία, αλλ. κοντραπλακέ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
έπιπλο — Κινητή ξύλινη ή μεταλλική κατασκευή ποικίλων χρήσεων. Η ιστορία των ε. είναι τόσο παλιά όσο σχεδόν ο κόσμος. Αν όμως το έ. εξεταστεί όχι μόνο από την πλευρά της χρησιμότητας αλλά και του διακοσμητικού χαρακτήρα του, η πραγματική ιστορική αρχή του … Dictionary of Greek
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek